Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραμουντάνα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραμουντάνα οι τραμουντάνες
      γενική της τραμουντάνας
    αιτιατική την τραμουντάνα τις τραμουντάνες
     κλητική τραμουντάνα τραμουντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραμουντάνα <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραμο(υ)ντάνα < ιταλική tramontana

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾa.muˈnda.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραμουντάνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραμουντάνα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραμουντάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tramontana
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: τραμουντάνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραμουντάνα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • τραμουντάνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  • σελ. 415 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi