Μετάβαση στο περιεχόμενο

βόρειος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βόρειος η βόρεια
& βόρειος
το βόρειο
      γενική του βόρειου
& βορείου
της βόρειας
& βορείου
του βόρειου
& βορείου
    αιτιατική τον βόρειο τη βόρεια
& βόρειο
το βόρειο
     κλητική βόρειε βόρεια
& βόρειε
βόρειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βόρειοι οι βόρειες
& βόρειοι
τα βόρεια
      γενική των βόρειων
& βορείων
των βόρειων
& βορείων
των βόρειων
& βορείων
    αιτιατική τους βόρειους
& βορείους
τις βόρειες
& βορείους
τα βόρεια
     κλητική βόρειοι βόρειες
& βόρειοι
βόρεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Και μόνο για την ειδική σημασία: «βόρειο τμήμα τόπου».
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόρειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόρειος < Βορέας / Βορρᾶς (και γραφή Βοῤῥᾶς)

Επίθετο

[επεξεργασία]

βόρειος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται στο βορρά
  2. που βρίσκεται σε τμήμα τόπου που βρίσκεται στο βορρά
    και λόγιο θηλυκό σε -ος, όπως η Βόρειος Αμερική
  3. που κοιτάει προς το βορρά
  4. που προέρχεται από το βορρά, όπως οι άνεμοι
      Ο βόρειος άνεμος έρχεται από τον βορρά και κατευθύνεται προς τα νότια.
  5. (ως ουσιαστικό)  δείτε τη λέξη Βόρειοι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη βορράς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αντώνυμα

[επεξεργασία]

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βόρειος βορεί
& βόρειος
τὸ βόρειον
      γενική τοῦ βορείου τῆς βορείᾱς
& βορείου
τοῦ βορείου
      δοτική τῷ βορεί τῇ βορεί
& βορεί
τῷ βορεί
    αιτιατική τὸν βόρειον τὴν βορείᾱν
& βόρειον
τὸ βόρειον
     κλητική ! βόρειε βορεί
& βόρειε
βόρειον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βόρειοι αἱ βόρειαι
& βόρειοι
τὰ βόρει
      γενική τῶν βορείων τῶν βορείων
& βορείων
τῶν βορείων
      δοτική τοῖς βορείοις ταῖς βορείαις
& βορείοις
τοῖς βορείοις
    αιτιατική τοὺς βορείους τὰς βορείᾱς
& βορείους
τὰ βόρει
     κλητική ! βόρειοι βόρειαι
& βόρειοι
βόρει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βορείω τὼ βορεί
& βορείω
τὼ βορείω
      γεν-δοτ τοῖν βορείοιν τοῖν βορείαιν
& βορείοιν
τοῖν βορείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόρειος, ήδη ομηρικό < Βορέ(ας) + -ιος / Βορρᾶς (και γραφή Βοῤῥᾶς)

Επίθετο

[επεξεργασία]

βόρειος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός: βορειότερος, υπερθετικός:  βορειότατος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]