Μετάβαση στο περιεχόμενο

northern

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός northern
συγκριτικός more northern
υπερθετικός most northern

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
northern < north + -ern

Επίθετο

[επεξεργασία]

northern ή Northern (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  • βόρειος, που βρίσκεται ή κατευθύνεται προς το βορρά· που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
      Northern Europe/Greece - Βόρεια Ευρώπη/Ελλάδα
      the northern direction - η βόρεια κατεύθυνση
      northern peoples - βόρειοι λαοί
      northern tribes/languages - βόρειες φυλές/γλώσσες

Σύνθετα

[επεξεργασία]