Μετάβαση στο περιεχόμενο

λεβάντες

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λεβέντες, λεβάντα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβάντες οι λεβάντηδες
      γενική του λεβάντε των λεβάντηδων
    αιτιατική τον λεβάντε τους λεβάντηδες
     κλητική λεβάντε λεβάντηδες
Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεβάντες < (άμεσο δάνειο) ιταλική levante < μέση γαλλική levant < λατινική levo
  • για την περιοχή  δείτε τη λέξη λεβάντε

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /leˈvan.des/ (συγκρίνετε με το άκλιτο λεβάντε)
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεβάντες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεβάντες αρσενικό

Ο Λεβάντες
  1. (άνεμος) ο ανατολικός άνεμος
    άλλες μορφές: λεβάντης
  2. (περιοχή της Ανατολίας) άλλη μορφή του λεβάντε

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]