ανεμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.mo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐λο‐γώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ανεμολογώ, πρτ.: ανεμολογούσα, στ.μέλλ.: θα ανεμολογήσω, αόρ.: ανεμολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω ανοησίες
- ανεμίζω
- ※ Ανεμολογούσε η καστανιά / σε μια πίσω αυλή, σ' ένα πηγάδι, / σε μιαν αθηναίϊκη γειτονιά, / σαν νωρίς γυρνούσαμε το βράδι (Τέλλος Άγρας, «Χειμωνιά μοσκομυρίζει…», 1939)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεμολογώ | ανεμολογούσα | θα ανεμολογώ | να ανεμολογώ | ανεμολογώντας | |
β' ενικ. | ανεμολογείς | ανεμολογούσες | θα ανεμολογείς | να ανεμολογείς | (ανεμολόγει) | |
γ' ενικ. | ανεμολογεί | ανεμολογούσε | θα ανεμολογεί | να ανεμολογεί | ||
α' πληθ. | ανεμολογούμε | ανεμολογούσαμε | θα ανεμολογούμε | να ανεμολογούμε | ||
β' πληθ. | ανεμολογείτε | ανεμολογούσατε | θα ανεμολογείτε | να ανεμολογείτε | ανεμολογείτε | |
γ' πληθ. | ανεμολογούν(ε) | ανεμολογούσαν(ε) | θα ανεμολογούν(ε) | να ανεμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανεμολόγησα | θα ανεμολογήσω | να ανεμολογήσω | ανεμολογήσει | ||
β' ενικ. | ανεμολόγησες | θα ανεμολογήσεις | να ανεμολογήσεις | ανεμολόγησε | ||
γ' ενικ. | ανεμολόγησε | θα ανεμολογήσει | να ανεμολογήσει | |||
α' πληθ. | ανεμολογήσαμε | θα ανεμολογήσουμε | να ανεμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ανεμολογήσατε | θα ανεμολογήσετε | να ανεμολογήσετε | ανεμολογήστε | ||
γ' πληθ. | ανεμολόγησαν ανεμολογήσαν(ε) |
θα ανεμολογήσουν(ε) | να ανεμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανεμολογήσει | είχα ανεμολογήσει | θα έχω ανεμολογήσει | να έχω ανεμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανεμολογήσει | είχες ανεμολογήσει | θα έχεις ανεμολογήσει | να έχεις ανεμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανεμολογήσει | είχε ανεμολογήσει | θα έχει ανεμολογήσει | να έχει ανεμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεμολογήσει | είχαμε ανεμολογήσει | θα έχουμε ανεμολογήσει | να έχουμε ανεμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανεμολογήσει | είχατε ανεμολογήσει | θα έχετε ανεμολογήσει | να έχετε ανεμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανεμολογήσει | είχαν ανεμολογήσει | θα έχουν ανεμολογήσει | να έχουν ανεμολογήσει |
|
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανεμολογώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ανεμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)