ευρών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευρών | η | ευρούσα | το | ευρόν |
γενική | του | ευρόντος | της | ευρούσας & ευρούσης* |
του | ευρόντος |
αιτιατική | τον | ευρόντα | την | ευρούσα | το | ευρόν |
κλητική | ευρών | ευρούσα | ευρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευρόντες | οι | ευρούσες | τα | ευρόντα |
γενική | των | ευρόντων | των | ευρουσών | των | ευρόντων |
αιτιατική | τους | ευρόντες | τις | ευρούσες | τα | ευρόντα |
κλητική | ευρόντες | ευρούσες | ευρόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὑρών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος εὑρίσκω
Μετοχή[επεξεργασία]
ευρών
- μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ευρίσκω: που βρήκε
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρών
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'επιών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)