Μετάβαση στο περιεχόμενο

étendue

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
étendue étendues

étendue (fr) θηλυκό