run up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | run up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs up |
αόριστος | ran up |
παθητική μετοχή | run up |
ενεργητική μετοχή | running up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
run up (en)
- ανεβάζω, επιτρέπω σε ένα λογαριασμό, ένα χρέος κτλ. να φτάσει σε μεγάλο σύνολο
- ↪ She ran up the bill.
- Ανέβασε τον λογαριασμό..
- ↪ She ran up the bill.
- ανεβάζω κάτι, ειδικά μια σημαία
- ↪ The ran up a flag outside of their house.
- Ανέβασαν μια σημαία έξω από το σπίτι τους.
- ↪ The ran up a flag outside of their house.
Πηγές[επεξεργασία]
- run up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 62. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεβάζω