run out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]run out (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | run out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | runs out |
| αόριστος | ran out |
| παθητική μετοχή | run out |
| ενεργητική μετοχή | running out |
run out (en)
- εξαντλώ, σώνω, ξεμένω, τελειώνω ένα απόθεμα κάτι
Our money has run out.
- Τα λεφτά μας σώθηκαν.
My patience is running out.
- Η υπομονή μου εξαντλείται.
We have run out of bread. Please, get some from the market.
- Έχουμε ξεμείνει από ψωμί. Σε παρακαλώ, πήγαινε πάρε κάποια από την αγορά.
- λήγω, για συμφωνία ή έγγραφο που δεν έχει πλέον καμία νομική ισχύ
The lease runs out on the 31st of July.
- Η μίσθωση λήγει στις 31 Ιουλίου.