run out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]run out (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | run out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs out |
αόριστος | ran out |
παθητική μετοχή | run out |
ενεργητική μετοχή | running out |
run out (en)
- εξαντλώ, σώνω, ξεμένω, τελειώνω ένα απόθεμα κάτι
- ⮡ Our money has run out.
- Τα λεφτά μας σώθηκαν.
- ⮡ My patience is running out.
- Η υπομονή μου εξαντλείται.
- ⮡ We have run out of bread. Please, get some from the market.
- Έχουμε ξεμείνει από ψωμί. Σε παρακαλώ, πήγαινε πάρε κάποια από την αγορά.
- ⮡ Our money has run out.
- λήγω, για συμφωνία ή έγγραφο που δεν έχει πλέον καμία νομική ισχύ
- ⮡ The lease runs out on the 31st of July.
- Η μίσθωση λήγει στις 31 Ιουλίου.
- ⮡ The lease runs out on the 31st of July.