ξεμένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμένω < μεσαιωνική ελληνική ξεμένω < ξε- + μένω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεμένω
- μένω πιο πίσω από μια ομάδα που προχωράει
- ※ Μια μεσόκοπη πολύ παχιά γυναίκα που είχε ξεμείνει στο δρόμο παρακαλούσε να την πάρουμε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- μένω οριστικά κάπου όπου αρχικά είχα πάει προσωρινά
- μένω χωρίς συντροφιά
- μένω χωρίς αποθέματα συγκεκριμένου είδους
- ξέμεινα από τσιγάρα