flow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flow < (κληρονομημένο) μέση αγγλική flowen
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flow | flows |
flow (en)
- η ροή
- το ρεύμα
- (πληροφορική) ροή (εκτέλεσης προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | flow |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | flows |
αόριστος | flowed |
παθητική μετοχή | flowed |
ενεργητική μετοχή | flowing |
flow (en)