stream
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stream < μέση αγγλική streem / strem < αγγλοσαξονικά stream < πρωτογερμανική *straumaz < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *srowmos < *srew- (ρέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥεῦμα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stream | streams |
stream (en)
- ρεύμα
- (γεωγραφία) ρέμα, ρυάκι, ποταμάκι
- χείμαρρος
- (πληροφορική) ροή δεδομένων (data stream)
- δείτε επίσης: stream (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | streams |
αόριστος | streamed |
παθητική μετοχή | streamed |
ενεργητική μετοχή | streaming |
stream (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
stream στην αγγλική Βικιπαίδεια