streaming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]streaming (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]streaming (en)
- (πληροφορική) ροοθήκευση, αποθήκευση με τη μορφή συνεχούς ρεύματος δεδομένων [1]
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- adaptive streaming - προσαρμοστική ροοθήκευση
- live streaming - ζωντανή ροοθήκευση / ζωντανή μετάδοση / απευθείας μετάδοση (στο διαδίκτυο)
- streaming media - ροοθήκευση μέσων
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «ροοθήκευση» από αναζήτηση «streaming» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.