throng
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
throng (en)
- throngs of protesters hit streets
Ρήμα[επεξεργασία]
throng (en)
- (μεταβατικό) συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος με σκοπό να το γεμίσω
- protesters throng the city center
- συρρέω
- συνωστίζομαι