swarm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
swarm swarms

swarm (en)

  • το σμήνος, μια μεγάλη ομάδα εντόμων, ιδίως μελισσών, που κινούνται μαζί προς την ίδια κατεύθυνση
    ⮡  In every swarm of bees, there is only one female individual that is fully formed, the queen.
    Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό άτομο με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
ενεστώτας swarm
γ΄ ενικό ενεστώτα swarms
αόριστος swarmed
παθητική μετοχή swarmed
ενεργητική μετοχή swarming

swarm (en)