swarm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swarm | swarms |
swarm (en)
- το σμήνος, μια μεγάλη ομάδα εντόμων, ιδίως μελισσών, που κινούνται μαζί προς την ίδια κατεύθυνση
- ⮡ In every swarm of bees, there is only one female individual that is fully formed, the queen.
- Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό άτομο με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
- ⮡ In every swarm of bees, there is only one female individual that is fully formed, the queen.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | swarm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swarms |
αόριστος | swarmed |
παθητική μετοχή | swarmed |
ενεργητική μετοχή | swarming |
swarm (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- swarm (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- swarm (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: συρρέω