τρέξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρέξιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρέξιμον. Συγχρονικά αναλύεται σε τρεξ- (τρέχω) + -ιμο[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾe.ksi.mo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρέξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του τρέχω
- (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου
- (μεταφορικά)
- (στον ενικό και στον πληθυντικό) πολλές δουλειές που απαιτούν πολύπλοκες ενέργειες
- (στον πληθυντικό) υποθέσεις με εμπλοκή και προβλήματα
- έχει τρεξίματα με την εφορία: τον καλέσανε για έλεγχο
- ≈ συνώνυμα: τρεχάματα, μπλεξίματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τρέξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δέσιμο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)