τρέξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρέξιμο | τα | τρεξίματα |
γενική | του | τρεξίματος | των | τρεξιμάτων |
αιτιατική | το | τρέξιμο | τα | τρεξίματα |
κλητική | τρέξιμο | τρεξίματα | ||
όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.ksi.mɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρέξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του τρέχω
- (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου
- (μεταφορικά)
- (στον ενικό και στον πληθυντικό) πολλές δουλειές που απαιτούν πολύπλοκες ενέργειες
- (στον πληθυντικό) υποθέσεις με εμπλοκή και προβλήματα
- έχει τρεξίματα με την εφορία: τον καλέσανε για έλεγχο
- ≈ συνώνυμα: τρεχάματα, μπλεξίματα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «τρέξιμο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.