course
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
course | courses |
course (en)
- η πορεία, η ροή, ο ρους, η τροχιά
- η τρεχάλα
- η φοίτηση, το μάθημα, εκπαιδευτικό πρόγραμμα
- ↪ It’s a four-year course./The course is four years long.
- Η φοίτηση είναι τετραετής.
- ↪ It’s a four-year course./The course is four years long.
- το πιάτο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | course |
γ΄ ενικό ενεστώτα | courses |
αόριστος | coursed |
παθητική μετοχή | coursed |
ενεργητική μετοχή | coursing |
course (en)
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) τρέχω, για υγρό που κινείται ή ρέει γρήγορα
- ↪ Blood coursed through his veins.
- Το αίμα έτρεχε στις φλέβες του.
- ↪ Tears were coursing down her cheeks.
- Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.
- ↪ Blood coursed through his veins.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
course | courses |
course (fr) θηλυκό