course

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
course courses

course (en)

  1. η πορεία, η ροή, ο ρους, η τροχιά
  2. η τρεχάλα
  3. η φοίτηση, το μάθημα, εκπαιδευτικό πρόγραμμα
    It’s a four-year course./The course is four years long.
    Η φοίτηση είναι τετραετής.
  4. το πιάτο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας course
γ΄ ενικό ενεστώτα courses
αόριστος coursed
παθητική μετοχή coursed
ενεργητική μετοχή coursing

course (en)

  • (αμετάβατο, λογοτεχνικό) τρέχω, για υγρό που κινείται ή ρέει γρήγορα
    Blood coursed through his veins.
    Το αίμα έτρεχε στις φλέβες του.
    Tears were coursing down her cheeks.
    Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
course courses

course (fr) θηλυκό

  1. ο αγώνας
  2. η κούρσα
  3. η τρεχάλα
  4. το τρέξιμο
  5. η πορεία