τρεχάματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τρεχάματα
      γενική των τρεχαμάτων
    αιτιατική τα τρεχάματα
     κλητική τρεχάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρεχάματα < τρέχ(ω) + κατάληξη πληθυντικού -άματα ουσιαστικών σε -αμα[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρεχάματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. το αδιάκοπο τρέξιμο
  2. (συνεκδοχικά) οι έγνοιες, οι σκοτούρες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]