run up against
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | run up against |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs up against |
αόριστος | ran up against |
παθητική μετοχή | run up against |
ενεργητική μετοχή | running up against |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]run up against (en)
- (μεταβατικό) πέφτω, αντιμετωπίζω μια δυσκολία
- ⮡ We ran up against difficulties.
- Πέσαμε σε δυσκολίες.
- ⮡ We ran up against difficulties.
Πηγές
[επεξεργασία]- run up against - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω