ευθυγράμμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευθυγράμμιση | οι | ευθυγραμμίσεις |
γενική | της | ευθυγράμμισης | των | ευθυγραμμίσεων |
αιτιατική | την | ευθυγράμμιση | τις | ευθυγραμμίσεις |
κλητική | ευθυγράμμιση | ευθυγραμμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθυγράμμιση < ευθυγραμμί(ζω) + -ση < ευθύγραμμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθυγράμμιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ευθυγραμμίζω
- η τοποθέτηση κάποιου σε τέτοια θέση, ώστε να βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με κάποιον ή κάποιους άλλους
- (μεταφορικά) η προσαρμογή της συμπεριφοράς μου στην αντίστοιχη κάποιων άλλων
- η ρύθμιση ενός οχήματος, ώστε να διασφαλίζεται η ευθεία πορεία του, χωρίς να υπάρχουν αποκλίσεις
- → δείτε
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ευθυγραμμίζω, ευθύς και γραμμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθυγράμμιση