alignment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alignment | alignments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /əˈlʌɪnm(ə)nt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alignment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ευθυγράμμιση, η στοίχιση, διάταξη σε ευθεία γραμμή
the alignment of the car’s wheels - η ευθυγράμμιση των τροχών του αυτοκινήτου
The desks are out of alignment.
- Τα θρανία δεν είναι ευθυγραμμισμένα.
The desks are in alignment.
- Τα θρανία είναι ευθυγραμμισμένα.
left/right/justified alignment - αριστερή/δεξιά/πλήρης στοίχιση
- η ευθυγράμμιση, μια κατάσταση στην οποία κάτι βρίσκεται στη σωστή σχέση με κάτι άλλο
Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
- Η ευθυγράμμιση μεταξύ των εμπορικών και δημιουργικών μας στόχων είναι ζωτικής σημασίας.
We will implement policies in alignment with our fiscal goals.
- Θα εφαρμόσουμε πολιτικές σε ευθυγράμμιση με τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
- η ευθυγράμμιση, πολιτική, επιχειρηματική ή άλλη υποστήριξη που παρέχεται σε μια χώρα ή ομάδα από μια άλλη
The country's alignment with its EU partners is imperative.
- Επιβάλλεται η ευθυγράμμιση της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.