Μετάβαση στο περιεχόμενο

alignment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
alignment alignments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alignment < align + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈlʌɪnm(ə)nt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alignment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ευθυγράμμιση, η στοίχιση, διάταξη σε ευθεία γραμμή
    παράδειγμα  the alignment of the car’s wheels - η ευθυγράμμιση των τροχών του αυτοκινήτου
    παράδειγμα  The desks are out of alignment.
    Τα θρανία δεν είναι ευθυγραμμισμένα.
    παράδειγμα  The desks are in alignment.
    Τα θρανία είναι ευθυγραμμισμένα.
    παράδειγμα  left/right/justified alignment - αριστερή/δεξιά/πλήρης στοίχιση
  2. η ευθυγράμμιση, μια κατάσταση στην οποία κάτι βρίσκεται στη σωστή σχέση με κάτι άλλο
    παράδειγμα  Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
    Η ευθυγράμμιση μεταξύ των εμπορικών και δημιουργικών μας στόχων είναι ζωτικής σημασίας.
    παράδειγμα  We will implement policies in alignment with our fiscal goals.
    Θα εφαρμόσουμε πολιτικές σε ευθυγράμμιση με τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
  3. η ευθυγράμμιση, πολιτική, επιχειρηματική ή άλλη υποστήριξη που παρέχεται σε μια χώρα ή ομάδα από μια άλλη
    παράδειγμα  The country's alignment with its EU partners is imperative.
    Επιβάλλεται η ευθυγράμμιση της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.