alliance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alliance (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- alliance < allier
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alliance | alliances |
alliance (fr) θηλυκό
- η συμμαχία
- ο δεσμός, η συγγένεια
- το συμπεθέρεμα
- η βέρα