κηδεστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηδεστία < αρχαία ελληνική κηδεστία < κηδεστής < κηδεύω < κῆδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηδεστία θηλυκό
Δείτε επίσης : κηδεία |
κηδεστία θηλυκό