κηδεστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηδεστής | οι | κηδεστές |
γενική | του | κηδεστή | των | κηδεστών |
αιτιατική | τον | κηδεστή | τους | κηδεστές |
κλητική | κηδεστή | κηδεστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηδεστής αρσενικό
- ο συγγενής κάποιου εξ αγχιστείας, από επιγαμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηδεστής
|