συμμαχία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμμαχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμαχία < σύμμαχος < (σύν) συμ- + μάχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maHgʰ- (μάχομαι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμμαχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος, πολιτική) συμφωνία κρατών ή συνασπισμών που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση εχθρικής απειλής
- συμφωνία ομάδων ή ατόμων που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση κάποιου αντιπάλου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμμαχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμμαχίᾱ | αἱ | συμμαχίαι |
γενική | τῆς | συμμαχίᾱς | τῶν | συμμαχιῶν |
δοτική | τῇ | συμμαχίᾳ | ταῖς | συμμαχίαις |
αιτιατική | τὴν | συμμαχίᾱν | τὰς | συμμαχίᾱς |
κλητική ὦ! | συμμαχίᾱ | συμμαχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμαχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμμαχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμμαχία < σύμμαχ(ος) + -ία < (σύν) συμ- + μάχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maHgʰ- (μάχομαι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμμαχία θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- συμμαχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμμαχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)