Μετάβαση στο περιεχόμενο

apparence

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apparence apparences

apparence (fr) θηλυκό