φερέσβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φερέσβιος
- που δίνει ζωή, που φέρνει ζωή, που καρποφορεί (για θεές αλλά και για τη γόνιμη γη, για σιτηρά)