μακρόβιος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακρόβιος < αρχαία ελληνική, μορφολογικά αναλύεται μακρ(ός) + -ό- + -βιος
Επίθετο
[επεξεργασία]μακρόβιος, -α, -ο
- που ζει για πολλά χρόνια
μακρόβιος, -α, -ο