κατοικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατοικία | οι | κατοικίες |
γενική | της | κατοικίας | των | κατοικιών |
αιτιατική | την | κατοικία | τις | κατοικίες |
κλητική | κατοικία | κατοικίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατοικία < ελληνιστική κοινή κατοικία (αρχαία ελληνική σημασία: τρόπος διαμονής)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.tiˈci.a/
- συλλαβισμός : κα‐τοι‐κί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατοικία θηλυκό
- στεγασμένος χώρος που χρησιμοποιούμε για διαμονή
- οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν κατοικία των θεών
- μου λέτε σας παρακαλώ τη διεύθυνση της κατοικίας σας;
- δεν επιδοτούνται τα δάνεια για αγορά δεύτερης κατοικίας
[επεξεργασία]
- διπλοκατοικία
- μονοκατοικία
- πολυκατοικία
- τριπλοκατοικία
- → και δείτε τη λέξη κατοικώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατοικία
[επεξεργασία]
- ↑ «κατοικία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.