βραχύβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχύβιος < αρχαία ελληνική βραχύβιος < βραχύς + βίος
Επίθετο[επεξεργασία]
βραχύβιος, -α, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχύβιος