αδιάκοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάκοπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιάκοπος [1][2] < {βλ|0=-}} αρχαία ελληνική διακόπτω < διά + κόπτω. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + θέμα του διακόπτω (όπως και στο διακοπή)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈðʝa.ko.pos/ & /aˈði̯a.ko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ά‐κο‐πος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάκοπος, -η, -ο
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη διακόπτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάκοπος
[επεξεργασία]
- ↑ αδιάκοπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ αδιάκοπος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)