ακακοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακακοποίητος < α- στερητικό + (κακοποιώ) κακοποιη- + -τος < αρχαία ελληνική κακοποιέω / κακοποιῶ < κακός + ποιέω / ποιῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ka.koˈpi.i.tos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ακακοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει κακοποιηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακακοποίητα
- → δείτε τις λέξεις κακοποιώ, κακός και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακακοποίητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίητος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)