ακατέργαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατέργαστος < ελληνιστική κοινή ἀκατέργαστος < αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατέργαστος -η -ο
- που δεν έχει υποστεί καμιά κατεργασία
- στο εργαστήρι του ο γλύπτης είχε ένα μεγάλο κομμάτι από ακατέργαστο μάρμαρο
- (μεταφορικά) ακαλλιέργητος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αργός
- ανεπεξέργαστοςΈντονο κείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατέργαστος