αβιταμίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβιταμίνωση | οι | αβιταμινώσεις |
γενική | της | αβιταμίνωσης* | των | αβιταμινώσεων |
αιτιατική | την | αβιταμίνωση | τις | αβιταμινώσεις |
κλητική | αβιταμίνωση | αβιταμινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αβιταμινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβιταμίνωση < (καθαρεύουσα) ἀβιταμίνωσις < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική avitaminose.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + βιταμίν(η) + -ωση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vi.taˈmi.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βι‐τα‐μί‐νω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβιταμίνωση θηλυκό
- (ιατρική) η έλλειψη απαραίτητων βιταμινών από τον οργανισμό· η -κακή- κατάσταση της υγείας, ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας απαραίτητων βιταμινών από τον οργανισμό
- ↪ πολλά παιδιά στην Αφρική πάσχουν από αβιταμίνωση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβιταμίνωση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβιταμίνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβιταμίνωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)