ακαφάσωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαφάσωτος
- που δεν έχει μπροστά του καφάσι (δικτυωτό πλέγμα)
- που δεν έχει τοποθετηθεί σε καφάσια (ανοιχτά κιβώτια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καφάσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαφάσωτος
|