αδικαιολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικαιολόγητος < α- στερητικό + δικαιολογώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδικαιολόγητος -η -ο
- που δεν έχει δικαιολογία και άρα δε συγχωρείται
- Έχω θυμώσει πολύ μαζί σου! Είσαι τελείως αδικαιολόγητος που μας έστησες χτες βράδυ!
- όποιος ξεπεράσει τις 50 αδικαιολόγητες απουσίες μένει στην ίδια τάξη
- που δεν έχει βάσιμη δικαιολογία και άρα είναι ακατανόητος ή θεωρείται άδικος
- αδικαιολόγητη η ανησυχία για νέο σεισμό, λένε οι επιστήμονες
- αδικαιολόγητη επίθεση από άγνωστο μέρα μεσημέρι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικαιολόγητος