Μετάβαση στο περιεχόμενο

δικαιολογία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαιολογία οι δικαιολογίες
      γενική της δικαιολογίας των δικαιολογιών
    αιτιατική τη δικαιολογία τις δικαιολογίες
     κλητική δικαιολογία δικαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δικαιολογία < αρχαία ελληνική δικαιολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δικαιολογία θηλυκό

  1. ο λόγος που επικαλείται κάποιος για να εξηγήσει μια ενέργεια ή παράλειψή του ώστε να ζητήσει την κατανόηση ή τη συγγνώμη των άλλων
  2. η πρόφαση
    όλο δικαιολογίες είναι τώρα τελευταία, αλλά όλοι βλέπουν την ασυνέπειά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δικαιολογία < δικαιολόγος + -ία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δικαιολογία θηλυκό

  1. η υπεράσπιση με επιχειρήματα
  2. η αγόρευση σε δικαστήριο

Συγγενικά

[επεξεργασία]