αγόρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγόρευση | οι | αγορεύσεις |
γενική | της | αγόρευσης* | των | αγορεύσεων |
αιτιατική | την | αγόρευση | τις | αγορεύσεις |
κλητική | αγόρευση | αγορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγόρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγόρευσις < αρχαία ελληνική ἀγορεύω < ἀγορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγόρευση θηλυκό
- η δημόσια εκφώνηση ενός ρητορικού λόγου, μιας ομιλίας
- η τελική παρουσίαση και συνόψιση των νομικών επιχειρημάτων από τον εισαγγελέα και τους συνηγόρους μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πριν αποσυρθεί το δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)