αναγόρευση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναγόρευση | οι | αναγορεύσεις |
| γενική | της | αναγόρευσης* | των | αναγορεύσεων |
| αιτιατική | την | αναγόρευση | τις | αναγορεύσεις |
| κλητική | αναγόρευση | αναγορεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναγορεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγόρευση < αρχαία ελληνική ἀναγόρευσις < ἀναγορεύω < ἀγορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναγόρευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναγορεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναγόρευση