ἀγορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγορεύω < ἀγορά

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγορεύω

  1. μιλώ σε δημόσια συγκέντρωση, βγάζω λόγο
  2. αναγγέλλω, διακηρύσσω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 261 (στίχοι 261-262)
    Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε· | ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
    Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου, | λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. συμβουλεύω, παρακινώ
  4. ορίζω
  5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω

Σύνθετα[επεξεργασία]