ἐξαγορεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξαγορεύω < αρχαία ελληνική ἐξαγορεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξαγορεύω ( & ξαγορεύω)
- άλλη μορφή της λέξης ξαγορεύω (εξομολογώ)
→ δείτε τη λέξη ξαγορευτής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξαγορεύω
- δηλώνω κάτι δημοσίως
- αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήισαν, ἠδὲ ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν (και η μία μετά την άλλη δήλωνε τη γενιά της)
- προδίδω μυστικό, φανερώνω, αποκαλύπτω, "καρφώνω"
- εἰσί δέ καί αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ἐπί τοιούτῳ πρήγματι ἐξαγορεύειν τό οὔνομα ἐν Σάι, ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης (και ο τάφος κάποιου που το όνομά του δεν κρίνω σωστό να αποκαλύψω)
- ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ.
- (μεταγενέστερα) ομολογώ, εξομολογούμαι (πήρε αυτή την έννοια στα ελληνιστικά ή στα πρώτα χριστιανικά χρόνια)
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
Κλίνεται κατά το ἀγορεύω αλλά δανείζεται και από άλλα ρήματα. Οι τύποι που απαντούν σε αρχαία κείμενα είναι ο μέλλοντας ἐξαγορεύσω και ἐξερῶ (δανεισμένο από τη συνηρημένη μορφή του ἐξερέω), ενώ στον αόριστο ἐξεῖπον και αργότερα ἐξείρηκα