ξαγορεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαγορεύω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαγορεύω (εξομολογώ-εξομολογούμαι)
Ρήμα
[επεξεργασία]ξαγορεύω
- (ιδιωματικό) εξομολογώ και εξομολογούμαι
- βολιδοσκοπώ, προσπαθώ να εξιχνιάσω τους σκοπούς και τις σκέψεις κάποιου
- νουθετώ, συμβουλεύω κάποιον για το πως να πράξει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγορεύω | ξαγόρευα | θα ξαγορεύω | να ξαγορεύω | ξαγορεύοντας | |
β' ενικ. | ξαγορεύεις | ξαγόρευες | θα ξαγορεύεις | να ξαγορεύεις | ξαγόρευε | |
γ' ενικ. | ξαγορεύει | ξαγόρευε | θα ξαγορεύει | να ξαγορεύει | ||
α' πληθ. | ξαγορεύουμε | ξαγορεύαμε | θα ξαγορεύουμε | να ξαγορεύουμε | ||
β' πληθ. | ξαγορεύετε | ξαγορεύατε | θα ξαγορεύετε | να ξαγορεύετε | ξαγορεύετε | |
γ' πληθ. | ξαγορεύουν(ε) | ξαγόρευαν ξαγορεύαν(ε) |
θα ξαγορεύουν(ε) | να ξαγορεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαγόρεψα | θα ξαγορέψω | να ξαγορέψω | ξαγορέψει | ||
β' ενικ. | ξαγόρεψες | θα ξαγορέψεις | να ξαγορέψεις | ξαγόρεψε | ||
γ' ενικ. | ξαγόρεψε | θα ξαγορέψει | να ξαγορέψει | |||
α' πληθ. | ξαγορέψαμε | θα ξαγορέψουμε | να ξαγορέψουμε | |||
β' πληθ. | ξαγορέψατε | θα ξαγορέψετε | να ξαγορέψετε | ξαγορέψτε | ||
γ' πληθ. | ξαγόρεψαν ξαγορέψαν(ε) |
θα ξαγορέψουν(ε) | να ξαγορέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαγορέψει | είχα ξαγορέψει | θα έχω ξαγορέψει | να έχω ξαγορέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαγορέψει | είχες ξαγορέψει | θα έχεις ξαγορέψει | να έχεις ξαγορέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγορέψει | είχε ξαγορέψει | θα έχει ξαγορέψει | να έχει ξαγορέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγορέψει | είχαμε ξαγορέψει | θα έχουμε ξαγορέψει | να έχουμε ξαγορέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγορέψει | είχατε ξαγορέψει | θα έχετε ξαγορέψει | να έχετε ξαγορέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγορέψει | είχαν ξαγορέψει | θα έχουν ξαγορέψει | να έχουν ξαγορέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγορεύομαι | ξαγορευόμουν(α) | θα ξαγορεύομαι | να ξαγορεύομαι | ||
β' ενικ. | ξαγορεύεσαι | ξαγορευόσουν(α) | θα ξαγορεύεσαι | να ξαγορεύεσαι | (ξαγορεύου) | |
γ' ενικ. | ξαγορεύεται | ξαγορευόταν(ε) | θα ξαγορεύεται | να ξαγορεύεται | ||
α' πληθ. | ξαγορευόμαστε | ξαγορευόμαστε ξαγορευόμασταν |
θα ξαγορευόμαστε | να ξαγορευόμαστε | ||
β' πληθ. | ξαγορεύεστε | ξαγορευόσαστε ξαγορευόσασταν |
θα ξαγορεύεστε | να ξαγορεύεστε | (ξαγορεύεστε) | |
γ' πληθ. | ξαγορεύονται | ξαγορεύονταν ξαγορευόντουσαν |
θα ξαγορεύονται | να ξαγορεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαγορεύτηκα | θα ξαγορευτώ | να ξαγορευτώ | ξαγορευτεί | ||
β' ενικ. | ξαγορεύτηκες | θα ξαγορευτείς | να ξαγορευτείς | ξαγορέψου | ||
γ' ενικ. | ξαγορεύτηκε | θα ξαγορευτεί | να ξαγορευτεί | |||
α' πληθ. | ξαγορευτήκαμε | θα ξαγορευτούμε | να ξαγορευτούμε | |||
β' πληθ. | ξαγορευτήκατε | θα ξαγορευτείτε | να ξαγορευτείτε | ξαγορευτείτε | ||
γ' πληθ. | ξαγορεύτηκαν ξαγορευτήκαν(ε) |
θα ξαγορευτούν(ε) | να ξαγορευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξαγορευτεί | είχα ξαγορευτεί | θα έχω ξαγορευτεί | να έχω ξαγορευτεί | ξαγορεμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξαγορευτεί | είχες ξαγορευτεί | θα έχεις ξαγορευτεί | να έχεις ξαγορευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγορευτεί | είχε ξαγορευτεί | θα έχει ξαγορευτεί | να έχει ξαγορευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγορευτεί | είχαμε ξαγορευτεί | θα έχουμε ξαγορευτεί | να έχουμε ξαγορευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγορευτεί | είχατε ξαγορευτεί | θα έχετε ξαγορευτεί | να έχετε ξαγορευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγορευτεί | είχαν ξαγορευτεί | θα έχουν ξαγορευτεί | να έχουν ξαγορευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαγορεύω