βολιδοσκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βολιδοσκοπώ < (καθαρεύουσα) βολιδοσκοπῶ (μαρτυρείται από το 1889)[1] < αρχαία ελληνική βολίς θέμα βολιδ- + -ο- + -σκοπώ, απόδοση για τη γαλλική sonder[2] ή για την αγγλική sound out για τη σημασία προσπαθώ να ανιχνεύσω [3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vo.li.ðo.skoˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λι‐δο‐σκο‐πώ
Ρήμα
[επεξεργασία]βολιδοσκοπώ, αόρ.: βολιδοσκόπησα, παθ.φωνή: βολιδοσκοπούμαι, π.αόρ.: βολιδοσκοπήθηκα, μτχ.π.π.: βολιδοσκοπημένος
- προσπαθώ να αντιληφθώ και να ανιχνεύσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου άλλου, χωρίς να αποκαλύπτω τις δικές μου
- ※ Νομίζετε πως εγώ όλη την ώρα λέω ψέματα και κάνω τον γελωτοποιό; Μάθετε λοιπόν πως όλα αυτά τα έκανα ξεπίτηδες για να σας δοκιμάσω. Γι' αυτό φέρθηκα όπως φέρθηκα. Είναι γιατί όλη την ώρα σας βολιδοσκοπούσα: μπορεί τάχα να ζήσει κανένας μαζί σας;
- Φιόντορ Ντοστογιέβσκη,[sic] Αδελφοί Καραμάζοβ (μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου)
- ※ Νομίζετε πως εγώ όλη την ώρα λέω ψέματα και κάνω τον γελωτοποιό; Μάθετε λοιπόν πως όλα αυτά τα έκανα ξεπίτηδες για να σας δοκιμάσω. Γι' αυτό φέρθηκα όπως φέρθηκα. Είναι γιατί όλη την ώρα σας βολιδοσκοπούσα: μπορεί τάχα να ζήσει κανένας μαζί σας;
- εξετάζω, διερευνώ σε βάθος, για να σχηματίσω μια όσο το δυνατό πιο πλήρη εικόνα, πριν προχωρήσω σε αποφάσεις ή ενέργειες
- ⮡ Για πολύ καιρό βολιδοσκοπούσα την περίπτωση, μέχρι που πήρα την απόφαση να προχωρήσω.
- μετράω το βυθό της θάλασσας με βολίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις βολίδα και σκοπός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βολιδοσκοπώ | βολιδοσκοπούσα | θα βολιδοσκοπώ | να βολιδοσκοπώ | βολιδοσκοπώντας | |
β' ενικ. | βολιδοσκοπείς | βολιδοσκοπούσες | θα βολιδοσκοπείς | να βολιδοσκοπείς | ||
γ' ενικ. | βολιδοσκοπεί | βολιδοσκοπούσε | θα βολιδοσκοπεί | να βολιδοσκοπεί | ||
α' πληθ. | βολιδοσκοπούμε | βολιδοσκοπούσαμε | θα βολιδοσκοπούμε | να βολιδοσκοπούμε | ||
β' πληθ. | βολιδοσκοπείτε | βολιδοσκοπούσατε | θα βολιδοσκοπείτε | να βολιδοσκοπείτε | βολιδοσκοπείτε | |
γ' πληθ. | βολιδοσκοπούν(ε) | βολιδοσκοπούσαν(ε) | θα βολιδοσκοπούν(ε) | να βολιδοσκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βολιδοσκόπησα | θα βολιδοσκοπήσω | να βολιδοσκοπήσω | βολιδοσκοπήσει | ||
β' ενικ. | βολιδοσκόπησες | θα βολιδοσκοπήσεις | να βολιδοσκοπήσεις | βολιδοσκόπησε | ||
γ' ενικ. | βολιδοσκόπησε | θα βολιδοσκοπήσει | να βολιδοσκοπήσει | |||
α' πληθ. | βολιδοσκοπήσαμε | θα βολιδοσκοπήσουμε | να βολιδοσκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | βολιδοσκοπήσατε | θα βολιδοσκοπήσετε | να βολιδοσκοπήσετε | βολιδοσκοπήστε | ||
γ' πληθ. | βολιδοσκόπησαν βολιδοσκοπήσαν(ε) |
θα βολιδοσκοπήσουν(ε) | να βολιδοσκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βολιδοσκοπήσει | είχα βολιδοσκοπήσει | θα έχω βολιδοσκοπήσει | να έχω βολιδοσκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βολιδοσκοπήσει | είχες βολιδοσκοπήσει | θα έχεις βολιδοσκοπήσει | να έχεις βολιδοσκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βολιδοσκοπήσει | είχε βολιδοσκοπήσει | θα έχει βολιδοσκοπήσει | να έχει βολιδοσκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βολιδοσκοπήσει | είχαμε βολιδοσκοπήσει | θα έχουμε βολιδοσκοπήσει | να έχουμε βολιδοσκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βολιδοσκοπήσει | είχατε βολιδοσκοπήσει | θα έχετε βολιδοσκοπήσει | να έχετε βολιδοσκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βολιδοσκοπήσει | είχαν βολιδοσκοπήσει | θα έχουν βολιδοσκοπήσει | να έχουν βολιδοσκοπήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βολιδοσκοπούμαι | βολιδοσκοπούμουν | θα βολιδοσκοπούμαι | να βολιδοσκοπούμαι | ||
β' ενικ. | βολιδοσκοπείσαι | βολιδοσκοπούσουν | θα βολιδοσκοπείσαι | να βολιδοσκοπείσαι | ||
γ' ενικ. | βολιδοσκοπείται | βολιδοσκοπούνταν | θα βολιδοσκοπείται | να βολιδοσκοπείται | ||
α' πληθ. | βολιδοσκοπούμαστε | βολιδοσκοπούμασταν βολιδοσκοπούμαστε |
θα βολιδοσκοπούμαστε | να βολιδοσκοπούμαστε | ||
β' πληθ. | βολιδοσκοπείστε | βολιδοσκοπούσασταν βολιδοσκοπούσαστε |
θα βολιδοσκοπείστε | να βολιδοσκοπείστε | βολιδοσκοπείστε | |
γ' πληθ. | βολιδοσκοπούνται | βολιδοσκοπούνταν | θα βολιδοσκοπούνται | να βολιδοσκοπούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βολιδοσκοπήθηκα | θα βολιδοσκοπηθώ | να βολιδοσκοπηθώ | βολιδοσκοπηθεί | ||
β' ενικ. | βολιδοσκοπήθηκες | θα βολιδοσκοπηθείς | να βολιδοσκοπηθείς | βολιδοσκοπήσου | ||
γ' ενικ. | βολιδοσκοπήθηκε | θα βολιδοσκοπηθεί | να βολιδοσκοπηθεί | |||
α' πληθ. | βολιδοσκοπηθήκαμε | θα βολιδοσκοπηθούμε | να βολιδοσκοπηθούμε | |||
β' πληθ. | βολιδοσκοπηθήκατε | θα βολιδοσκοπηθείτε | να βολιδοσκοπηθείτε | βολιδοσκοπηθείτε | ||
γ' πληθ. | βολιδοσκοπήθηκαν βολιδοσκοπηθήκαν(ε) |
θα βολιδοσκοπηθούν(ε) | να βολιδοσκοπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βολιδοσκοπηθεί | είχα βολιδοσκοπηθεί | θα έχω βολιδοσκοπηθεί | να έχω βολιδοσκοπηθεί | βολιδοσκοπημένος | |
β' ενικ. | έχεις βολιδοσκοπηθεί | είχες βολιδοσκοπηθεί | θα έχεις βολιδοσκοπηθεί | να έχεις βολιδοσκοπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βολιδοσκοπηθεί | είχε βολιδοσκοπηθεί | θα έχει βολιδοσκοπηθεί | να έχει βολιδοσκοπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βολιδοσκοπηθεί | είχαμε βολιδοσκοπηθεί | θα έχουμε βολιδοσκοπηθεί | να έχουμε βολιδοσκοπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βολιδοσκοπηθεί | είχατε βολιδοσκοπηθεί | θα έχετε βολιδοσκοπηθεί | να έχετε βολιδοσκοπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βολιδοσκοπηθεί | είχαν βολιδοσκοπηθεί | θα έχουν βολιδοσκοπηθεί | να έχουν βολιδοσκοπηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βολιδοσκοπημένος - είμαστε, είστε, είναι βολιδοσκοπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βολιδοσκοπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βολιδοσκοπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βολιδοσκοπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βολιδοσκοπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βολιδοσκοπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βολιδοσκοπημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 219, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ βολιδοσκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπώ (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)