βυθομετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βυθόμετρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυθομετρώ < βυθός + μετρώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.θo.meˈtɾo/

Ρήμα[επεξεργασία]

βυθομετρώ

  1. υπολογίζω με κατάλληλες μετρήσεις το βάθος του όγκου μιας φυσικής υδάτινης μάζας
     συνώνυμα: βυθοσκοπώ
  2. (μεταφορικά) εκτιμώ και κρίνω μια κατάσταση
     συνώνυμα: αναλύω, διερευνώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]