ὑπαγορεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑπαγορεύω (αόρ. ὑπεῖπον, παρακ. ὑπείρηκα)
- προτείνω
- υποδεικνύω
- υπαινίσσομαι
- εξηγώ
- (παθητικό: υπαγορεύομαι) υποδεικνύομαι, υπαγορεύομαι