αγορητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγορητής | οι | αγορητές |
γενική | του | αγορητή | των | αγορητών |
αιτιατική | τον | αγορητή | τους | αγορητές |
κλητική | αγορητή | αγορητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγορητής < αρχαία ελληνική ἀγορητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγορητής αρσενικό, αγορήτρια θηλυκό
- ο ειδικός αγορητής του κόμματος παρουσίασε τις θέσεις του για την παιδεία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγορητής
|