αγορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγορεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγορεύω < ἀγορά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

αγορεύω, αόρ.: αγόρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

επίσης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]