Μετάβαση στο περιεχόμενο

ετυμηγορία

Από Βικιλεξικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετυμηγορία οι ετυμηγορίες
      γενική της ετυμηγορίας των ετυμηγοριών
    αιτιατική την ετυμηγορία τις ετυμηγορίες
     κλητική ετυμηγορία ετυμηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετυμηγορία < (ελληνιστική κοινή) ἐτυμηγορία < ἔτυμος + ἀγορεύω (το να λέει κάποιος δημόσια τι είναι αλήθεια)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ti.mi.ɣoˈɾi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ετυμηγορία θηλυκό

  1. η απόφαση δίκης
    Η ετυμηγορία του δικαστηρίου είναι ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος.
  2. η κρίση που εκφράζεται με επίσημο τρόπο ή διαδικασία για ορισμένο ζήτημα
    Εσείς γιατί δεν ζητάτε εκλογές; Φοβάστε τη λαϊκή ετυμηγορία;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]