ετυμηγορία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετυμηγορία < (ελληνιστική κοινή) ἐτυμηγορία < ἔτυμος + ἀγορεύω (το να λέει κάποιος δημόσια τι είναι αλήθεια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ti.mi.ɣoˈɾi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετυμηγορία θηλυκό
- η απόφαση δίκης
- Η ετυμηγορία του δικαστηρίου είναι ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος.
- η κρίση που εκφράζεται με επίσημο τρόπο ή διαδικασία για ορισμένο ζήτημα
- Εσείς γιατί δεν ζητάτε εκλογές; Φοβάστε τη λαϊκή ετυμηγορία;