réquisitoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
réquisitoire réquisitoires

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

réquisitoire (fr) αρσενικό

  1. το κατηγορητήριο
  2. η αγόρευση, το κήρυγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]