Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατηγορητήριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατηγορητήριο τα κατηγορητήρια
      γενική του κατηγορητηρίου
& κατηγορητήριου
των κατηγορητηρίων
    αιτιατική το κατηγορητήριο τα κατηγορητήρια
     κλητική κατηγορητήριο κατηγορητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατηγορητήριο < κατηγορώ, κατηγορη- + -τήριο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ti.ɣo.ɾiˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατηγορητήριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατηγορητήριο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) νομικό έγγραφο με το οποίο απαγγέλλεται ή εκφράζεται κατηγορία σε κατηγορούμενο
  2. (κατ’ επέκταση) έκφραση κατηγοριών προς κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]